- κατακομιζομένου
- κατακομίζωbring downpres part mp masc/neut gen sgκατακομίζωbring downpres part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατακομίζω — (Α) 1. φέρνω κάτι από κάποιο ψηλό μέρος σε άλλο χαμηλότερο και ιδίως από το εσωτερικό μιας χώρας στην παραλία («ὕλην τε γὰρ καὶ φύει καὶ ποταμοῑς κατακομίζει», Στράβ.) 2. προσορμίζω, αράζω || («κατακομίσαι τὴν ναῡν», Δημοσθ.) 3. φέρνω κάτι σε… … Dictionary of Greek